Αγαπώ την πρωτεύουσα σαν αδειάζει από το ανθρώπινο φορτίο της και ανασαίνει τους ελεύθερους της δρόμους. Τη σιωπή που αρχίζει το νοητό τραγούδι της δίχως ένα ωκεανό ομιλιών να την πνίγουν. Συγχρονίζεται με το θρόισμα των δέντρων και την ακινησία των μαρμάρων. Το φως ρέει ανενόχλητο απ' τους αντικατοπτρισμούς των αμαξιών ποτίζοντας με τη θέρμη του τα λιγοστά δέντρα που αναδύονται απ' τις σχισμές των πεζοδρομίων. Οι λίγοι διαβάτες όμοιοι με προσκυνητές ενός υπαίθριου ναού διασχίζουν με ήπιο βήμα τις αποστάσεις μεταξύ των κτηρίων. Κάποτε συναντιούνται, ψιθυρίζουν κάποιο χαιρετισμό και συνεχίζουν το δρόμο τους. Οι βιτρίνες δεν επιτίθενται με τις ρεκλάμες τους, τα φανάρια δεν διατάσσουν την κίνηση, οι κόρνες κι οι συναγερμοί ουρλιάζουν πλέον μακριά.

Η μεγάλη πόλη απαλλάσσεται απ' τους κατοίκους της όπως απαλλάσσεται κανείς από μια ασθένεια. Ανακουφισμένη από το βάρος που έφυγε, φέρεται με γενναιοδωρία στους λίγους της πιστούς προσφέροντας την κρυμμένη της ομορφιά σ' αυτούς που έχουν μάτια να την διακρίνουν. Μικρά πλακόστρωτα δρομάκια που διακλαδίζονται μέσα σε παλιές γειτονιές του κέντρου, άλση που ξεφυτρώνουν σαν οάσεις μέσα στην έρημο των κτηρίων, και μια ησυχία τόσο απόλυτη που αφήνει τη σκέψη ν’ ακουστεί. Λίγες βδομάδες αρκούν στον τόπο ετούτο να ξεκουραστεί από τα πλήθη που τον απομυζούν τον υπόλοιπο χρόνο δίχως να τον αγαπούν, εγκαταλείποντας τον με την πρώτη ευκαιρία. Μια  αρχόντισσα ξεπεσμένη που καρτερεί τις λίγες αυτές μέρες του χρόνου για να συναντηθεί προσωρινά με τη χαμένη της αξιοπρέπεια.

Θα ‘ρθει μια μέρα που οι λέξεις θα μας εκδικηθούν. Εξαγριωμένες απ’ την υπερεκμετάλλευση τόσων αιώνων θα ξεσηκωθούν διεκδικώντας την αυτονομία τους. Πρώτα θα εξαφανιστούν τα επίθετα αφοπλίζοντας  τις κατηγορίες που ξεστομίζονταν, απ’ τους χαρακτηρισμούς. Έπειτα θ’ αποχωρήσουν τα ρήματα, παγώνοντας κάθε δράση και τη ματαιοδοξία που τη συνοδεύει. Στο τέλος δεν θα μείνει καμία λέξη, μόνο κάτι προθέματα και κάτι ξεχασμένα σημεία στίξεως που θα περιφέρονται στα στόματα δίχως να μπορούν να συναρμολογήσουν ούτε καν κάποια μικρή πρόταση. Κι οι άνθρωποι τότε δίχως να μπορούν να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλο με τις γνώσεις τους, δίχως να μπορούν να επιβληθούν με τις απόψεις τους, δίχως να μπορούν να επιτεθούν με επικρίσεις, θ’ αναγκαστούν να καλύψουν το χάσμα που γεφυρωνόταν μέχρι τότε με τα λόγια πλησιάζονταν ο ένας πιο κοντά στον άλλο μέχρι αυθόρμητα κάποιο κρυμμένο ένστικτο να τους κάνει ν’ αγκαλιαστούν